Μποϊκοτάζ Μυαλού – Η Ελλάδα των Χρυσών Ταμείων και των Πλαστικών Επαναστάσεων

Γράφει ο Άκης Λιάντζουρας
Eίναι επίσημο: ο Έλληνας δεν είναι καταναλωτής. Είναι θρήσκος οπαδός του ραφιού. Γονατίζει μπροστά στο 1,70 το λίτρο γάλα, φιλάει εικονίσματα με το λογότυπο της αγαπημένης του πολυεθνικής και ανεβάζει story με τα ψώνια του, σαν να πήγε σε συναυλία του Bruce Springsteen και όχι στο Super Market
Μποϊκοτάζ λέει. Αχαχα. Μποϊκοτάζ κάνουν οι λαοί που σέβονται το στομάχι τους και το πορτοφόλι τους. Εδώ κάνουμε ουρές για καύσιμα στα 2,20 και μετά αναρτούμε στα social «καίμε καρδιές, όχι βενζίνη». Εδώ, όταν μια εταιρεία ανεβάζει τιμές 30% μέσα σε δύο μήνες, η απάντηση είναι: «εντάξει, αλλά εγώ το συνηθισμένο μου θέλω». Εδώ, αν αύριο η Coca-Cola κοστίζει 5 ευρώ, δεν θα σταματήσουμε να την αγοράζουμε — απλώς θα κατηγορήσουμε τον ΣΥΡΙΖΑ. Ή τον Μητσοτάκη. Ή και τους δύο. Αλλά θα την πιούμε.
Ο μέσος Έλληνας δεν μποϊκοτάρει γιατί βαθιά μέσα του πιστεύει ότι η αποχή είναι για φτωχούς. Και αυτός δεν είναι φτωχός. Είναι «νοικοκυραίος». Με δάνειο, πιστωτική, iPhone 17 και ψώνια από το Delicatessen σαν να βγαίνει από γύρισμα του Σειρηνάκη. Οι τιμές ανεβαίνουν, οι μισθοί μένουν καθηλωμένοι και ο Έλληνας αγοράζει ακόμη περισσότερο. Για να μην τον περάσουν για μίζερο. Να πεθάνει της πείνας, αλλά να έχει το καλό απορρυπαντικό. Όχι, δεν είναι μαζοχισμός. Είναι lifestyle.
Στην Ελλάδα δεν αποτυγχάνουν τα μποϊκοτάζ. Απλώς δεν ξεκινούν ποτέ. Γιατί είμαστε λαός που θεωρεί πως το να πεις «δεν αγοράζω» είναι ταξική προδοσία. Η αποχή είναι επαναστατική πράξη – κι εμείς προτιμάμε τα stickers “Είμαι VIP πελάτης” στην κάρτα σούπερ μάρκετ από μια συλλογική αξιοπρέπεια.
Ο Έλληνας δεν μποϊκοτάρει. Σουλατσάρει στα ράφια, πληρώνει το κεφάλι του, και μετά καταριέται το κράτος. Ενώ κοιτάει το πανάκριβο σαμπουάν του με βλέμμα υγρό και συγχωρητικό.