Τραμπ απειλεί με ανάπτυξη Εθνοφρουράς στο Σαν Φρανσίσκο – Αντιδράσεις από τον δήμαρχο
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ απείλησε να στείλει μονάδες της Εθνοφρουράς στο Σαν Φρανσίσκο, όπως έχει ήδη διατάξει σε άλλες μεγάλες πόλεις υπό δημοκρατική διοίκηση. Σε συνέντευξή του που μεταδόθηκε την Κυριακή από το Fox News, δήλωσε: «Θα πάμε στο Σαν Φρανσίσκο», απαντώντας σε ερώτηση για την επόμενη πόλη στην οποία σχεδιάζει να αναπτύξει στρατιωτικές δυνάμεις.
Από την επιστροφή του στην εξουσία, ο Τραμπ έχει ήδη αποστείλει στρατιωτικές δυνάμεις στο Λος Άντζελες, στην Ουάσιγκτον και στο Μέμφις, παρά την αντίθεση των τοπικών δημοκρατικών αρχών, επιδιώκοντας, κατά την εκτίμησή του, την καταπολέμηση της παράνομης μετανάστευσης και της εγκληματικότητας. Η κίνηση αυτή έχει προκαλέσει έντονες επικρίσεις από την αντιπολίτευση.
Η ανάπτυξη στρατευμάτων σε Σικάγο και Πόρτλαντ έχει ανασταλεί μετά από δικαστικές αποφάσεις που έκριναν πως δεν υπάρχουν επαρκείς αποδείξεις για την αναγκαιότητα τέτοιων μέτρων.
Απαντώντας στις επικρίσεις, ο Τραμπ υποστήριξε: «Η διαφορά με το Σικάγο είναι πως στο Σαν Φρανσίσκο μας θέλουν», χωρίς ωστόσο να διευκρινίσει τους αποδέκτες αυτής της δήλωσης.
Πρόσφατα, ο Μαρκ Μπένιοφ, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Salesforce με έδρα το Σαν Φρανσίσκο, είχε εκφράσει υποστήριξη στην ανάπτυξη στρατού στην πόλη, όμως ο δημοκρατικός δήμαρχος Ντέιβιντ Λούρι και άλλοι τοπικοί αξιωματούχοι διαφώνησαν ρητά με αυτή την ιδέα. Αργότερα, ο Μπένιοφ ανακάλεσε την άποψή του και ζήτησε συγγνώμη.
Επιπλέον, ο Τραμπ επανέλαβε την απειλή του να κηρύξει κατάσταση έκτακτης ανάγκης ώστε να συνεχίσει την ανάπτυξη στρατευμάτων, παρά τις αντιδράσεις από την αντιπολίτευση και οργανώσεις υπεράσπισης των αστικών, πολιτικών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
«Μην ξεχνάτε, μπορώ να χρησιμοποιήσω τον νόμο περί Ανταρσίας», δήλωσε, αναφερόμενος σε νομοθετήματα παλαιότερων εποχών που επιτρέπουν την επέμβαση των ενόπλων δυνάμεων κατά Αμερικανών πολιτών.
Η Εθνοφρουρά αποτελεί σώμα εφεδρείας, εκπαιδευμένο να ανταποκρίνεται σε φυσικές καταστροφές και να συμμετέχει σε στρατιωτικές επιχειρήσεις στο εξωτερικό, ενώ η χρήση της σε εσωτερικές αστικές κρίσεις παραμένει αντικείμενο έντονου προβληματισμού.





