ΠΟΫ: Σοβαρές περικοπές χρηματοδότησης και αναστολή λειτουργίας υγειονομικών κέντρων παγκοσμίως
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) ανακοίνωσε σήμερα ότι έχει υποστεί δραστικές περικοπές στον προϋπολογισμό του για τις έκτακτες ανθρωπιστικές ανάγκες κατά το τρέχον έτος, με τις προοπτικές για το 2026 να χαρακτηρίζονται «δυσοίωνες».
Κατά τη διάρκεια της προεδρίας του Ντόναλντ Τραμπ, οι Ηνωμένες Πολιτείες, παραδοσιακά ο μεγαλύτερος δωρητής παγκοσμίως, μείωσαν σημαντικά τη διεθνή τους βοήθεια, ενώ και άλλοι βασικοί δωρητές ακολούθησαν σφιχτές δημοσιονομικές πολιτικές.
Η Τερέζα Ζακαρία, υπεύθυνη των ανθρωπιστικών δράσεων και παρεμβάσεων του ΠΟΥ σε καταστάσεις κρίσης, δήλωσε ότι φέτος ο οργανισμός έλαβε 40% λιγότερη χρηματοδότηση σε σχέση με το 2024 για την κάλυψη έκτακτων ανθρωπιστικών αναγκών παγκοσμίως. «Είναι τεράστια η περικοπή», τόνισε σε συνέντευξη Τύπου.
Ο ΠΟΥ έχει αναγνωρίσει περισσότερα από 300 εκατομμύρια ανθρώπους που χρειάζονται ανθρωπιστική βοήθεια και αναγκάστηκε να λάβει δύσκολες αποφάσεις σχετικά με την προτεραιοποίηση της παροχής βοήθειας.
Σε αυτές τις αντίξοες συνθήκες, ο οργανισμός εστιάζει στους πλέον ευπαθείς πληθυσμούς και στις περιοχές με τις πιο έντονες ανάγκες.
Ως άμεση συνέπεια των περικοπών, πάνω από 5.600 υγειονομικά κέντρα σε όλο τον κόσμο μείωσαν τις υπηρεσίες τους, ενώ περισσότερα από 2.000 αναγκάστηκαν να αναστείλουν πλήρως τη λειτουργία τους.
Η Ζακαρία επισήμανε ότι αυτή η κατάσταση περιόρισε άμεσα την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη για 53 εκατομμύρια ανθρώπους διεθνώς, ενώ οι προοπτικές για το 2026 παραμένουν ανησυχητικές.
Σε χώρες όπως η Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, το Σουδάν και η Αϊτή παρατηρείται ήδη αύξηση της μητρικής θνησιμότητας και του υποσιτισμού, με την κατάσταση να επιδεινώνεται συνεχώς, σύμφωνα με την υπεύθυνη του ΠΟΥ.
Ο γενικός διευθυντής του ΠΟΥ, Τέντρος Αντανόμ Γεμπρεγέσους, εξέφρασε βαθιά ανησυχία για τις επιπτώσεις στις φτωχότερες χώρες του κόσμου.
Παρά τις δυσκολίες, ο Τέντρος επισήμανε ότι αρκετές χώρες έχουν αντιληφθεί την ανάγκη αλλαγής νοοτροπίας και κινητοποιούν εθνικούς πόρους για τη χρηματοδότηση των συστημάτων υγείας τους, συμπεριλαμβανομένων των έκτακτων υγειονομικών αναγκών, θεωρώντας αυτή την εξέλιξη ως θετική.





