Νέα ζωή στη Βαλτιμόρη για τον «Μπιλ από την Κάρπαθο» της υπόθεσης υποκλοπών 2004
Σε μια ήσυχη γειτονιά της Βαλτιμόρης, ένας 75χρονος συνταξιούχος αναζητά την ηρεμία που τόσο δύσκολα βρήκε στη ζωή του. Ο William G. Basil, γνωστός και ως «Μπιλ από την Κάρπαθο», ζει τα τελευταία τέσσερα χρόνια απολαμβάνοντας τις βόλτες του με τη μηχανή Harley Davidson.
Η λέξη «συνταξιούχος» ποτέ δεν του ταίριαξε, ειδικά για έναν άνδρα που έζησε μια ζωή σαν κατασκοπευτικό μυθιστόρημα. Από τις παρακολουθήσεις στην Αθήνα μέχρι τις απόρρητες αποστολές στη Μέση Ανατολή και το Αφγανιστάν, ο William Basil συμμετείχε σε δεκάδες επικίνδυνες επιχειρήσεις.
Το όνομά του έγινε γνωστό στην Ελλάδα μετά το σκάνδαλο των τηλεφωνικών υποκλοπών που στόχευαν τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή και άλλα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Το κύκλωμα που έστησε ο ίδιος συγκλόνισε την κοινή γνώμη και έφερε στο φως ένα σκοτεινό κεφάλαιο της πολιτικής ζωής.
Για πολλά χρόνια, ο Basil είχε καλυφθεί πίσω από τη διπλωματική ιδιότητα του Β΄ Γραμματέα της Αμερικανικής Πρεσβείας στην Αθήνα. Υπήρξε όμως και ο άνθρωπος που ονειρευόταν να ζήσει μόνιμα στο νησί της Καρπάθου, όπου πέρασε τα καλοκαίρια του και όπου γεννήθηκε. Τα σχέδιά του όμως ματαιώθηκαν μετά την αποκάλυψη της δράσης του και το ένταλμα σύλληψης που εκκρεμεί εναντίον του εδώ και εννέα χρόνια.
Η εικόνα του William Basil έγινε γνωστή στο ευρύ κοινό μόλις το 2015, όταν δημοσιεύτηκε μια φωτογραφία του στο Facebook. Ωστόσο, το προφίλ του είναι πλέον κλειστό και διαθέτει μόνο μια φωτογραφία εξωφύλλου με το ντεπόζιτο της Harley του, σύμβολο της νέας ζωής που επέλεξε.
Μια άλλη κλασική φωτογραφία που διέρρευσε τον δείχνει χαμογελαστό μαζί με την οικογένειά του στην Αθήνα, υπενθύμιση μιας ζωής που έχει αφήσει πίσω του, αλλά και των δεσμών του με την πατρίδα του.
Σήμερα, ο «Μπιλ από την Κάρπαθο» ζει μακριά από τις σκοτεινές υποθέσεις και τα κυνηγητά, απολαμβάνοντας τη σύνταξη και τις βόλτες με τη μηχανή του, σε μια ήρεμη γειτονιά της Βαλτιμόρης, όπου ο χρόνος κυλά πιο αργά και οι μνήμες του παρελθόντος σβήνουν σιγά–σιγά.





