Η Παράτολμη Αεροπορική Επιδρομή των Ελλήνων στο Ιταλικό Στρατηγείο του Ελ Αλαμέιν
Το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1942, δώδεκα ελληνικά καταδιωκτικά «Χαρικέιν» απογειώθηκαν μέσα από την αφιλόξενη λιβυκή έρημο. Κανείς δεν μπορούσε να προβλέψει πως αυτοί οι παράτολμοι Έλληνες αεροπόροι, πολλοί εκ των οποίων είχαν εγκαταλείψει την κατεχόμενη πατρίδα τους, επρόκειτο να πραγματοποιήσουν μια από τις πιο τολμηρές αεροπορικές επιδρομές της Βόρειας Αφρικής κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Οι ίδιοι οι Βρετανοί θεωρούσαν την αποστολή αυτή ως καθαρή τρέλα.
Ο επισμηναγός Ιωάννης Κέλλας, διοικητής της 335ης Μοίρας Διώξεως, με την χαρακτηριστική τρικαλινή προφορά του, ξεκαθάριζε: «Θέλουμε να πάρουμε το αίμα μας πίσω». Ο 35χρονος εκείνη την εποχή, είχε ήδη πολεμήσει εναντίον των Ιταλών πάνω από τα αλβανικά βουνά, την Ήπειρο και τη Στερεά Ελλάδα, και τώρα, υπό την εποπτεία των Βρετανών, η Μοίρα του επιχειρούσε στην έρημο.
Όπως διηγήθηκε το 2020 ο αείμνηστος πτέραρχος Γεώργιος Πλειώνης, που ήταν νεαρός ανθυποσμηναγός στη 335η τότε, ο Κέλλας ζήτησε από την πτέρυγα να οργανωθεί επίθεση στο ιταλικό στρατηγείο, που βρισκόταν περίπου είκοσι μίλια δυτικά της γραμμής του μετώπου του Ελ Αλαμέιν, την ακριβή ημερομηνία της κήρυξης του πολέμου στην Ελλάδα, την 28η Οκτωβρίου. Το ιταλικό στρατηγείο ήταν καλά οχυρωμένο, έτοιμο να δεχτεί επιθέσεις, καθώς η δεύτερη Μάχη του Ελ Αλαμέιν βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη.
Οι Βρετανοί αρχικά θεωρούσαν την αποστολή επικίνδυνη και άσκοπη και προειδοποίησαν τον Κέλλα. Εκείνος όμως επέμενε: «Εγώ εάν δεν μου επιτρέψετε να πάω οργανωμένος, θα πάρω τη Μοίρα μου και θα πάω μόνος μου». Τελικά, επειδή δεν άλλαζε γνώμη, συμφώνησαν να συμμετάσχει μαζί με τους Νεοζηλανδούς της 274 Μοίρας. Το σχέδιο προέβλεπε δώδεκα αεροπλάνα των Νεοζηλανδών να επιτεθούν πρώτα στο στρατηγείο, ενώ η ελληνική Μοίρα θα παρείχε κάλυψη και στη συνέχεια θα έκανε τη δική της επίθεση. Ωστόσο, μετά την επιδρομή των Νεοζηλανδών, εκείνοι αποχώρησαν αφήνοντας τους Έλληνες ακάλυπτους. Ευτυχώς, δεν εμφανίστηκαν γερμανικά αεροπλάνα για να επιτεθούν.
Καθώς οι πιλότοι καταδύονταν κατακόρυφα προς τον στόχο, αντίκριζαν από κάτω ένα χρυσαφένιο στρώμα φωτεινών εκρήξεων από τα ιταλικά αντιαεροπορικά πυροβόλα. Το σμήνος του υποσμηναγού Παναγόπουλου, που μιλούσε αγγλικά και ήταν αρχηγός, επιτέθηκε πρώτο, ακολουθούμενο από τη δεύτερη τετράδα υπό τον ανθυποσμηναγό Ηλία Καρταλαμάκη, που είχε εντολή να χτυπήσει τα αντιαεροπορικά αμέσως μετά. Η τρίτη τετράδα υπό τον υποσμηναγό Βουτσινά κάλυπτε τα νώτα τους.
Τα καταδιωκτικά έφτασαν σε ύψος λίγων μέτρων πάνω από το έδαφος, εξαπολύοντας συνεχείς βολές με τα πολυβόλα τους σε οτιδήποτε ιταλικό βρισκόταν μπροστά τους: φορτηγά, σκηνές, θέσεις αντιαεροπορικών και ντεπόζιτα βενζίνης. Η μαεστρία του επισμηναγού Κέλλα, που αποκαλούνταν «πρώτος αετός της ερήμου», έκανε τη διαφορά.
Ο πτέραρχος Πλειώνης περιέγραφε τον Κέλλα ως έναν αληθινό παλικάρι, που δεν είχε περάσει από κάποια επίσημη σχολή, αλλά ήταν λεβέντης και ηγέτης με ψυχή.
Καθώς τα τροχιοδεικτικά βλήματα έσκιζαν τον ουρανό, τα δώδεκα «Χαρικέιν» κατάφεραν να περάσουν μέσα από τον θανάσιμο ιστό πυρών και να πάρουν το αίμα τους πίσω για τις πατρίδες τους που είχαν υποφέρει από τους κατακτητές. Αυτή η επίθεση μένει ως μια από τις πιο γενναίες στιγμές των Ελλήνων αεροπόρων στον πόλεμο.





