Έμφραγμα: Ο επίμονος πόνος που αυξάνει τον κίνδυνο θανάτου

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα, με πρώτο το έμφραγμα του μυοκαρδίου, παραμένουν απειλή για τη ζωή χιλιάδων ασθενών. Ωστόσο, μία νέα μελέτη αναδεικνύει έναν κρίσιμο παράγοντα που μπορεί να προβλέψει την εξέλιξη της υγείας ενός χρόνου μετά το επεισόδιο: τον πόνο.
Η έρευνα που δημοσιεύτηκε στο Journal of the American Heart Association δείχνει ότι οι ασθενείς που εξακολουθούν να βιώνουν πόνο μήνες μετά το έμφραγμα έχουν αυξημένο κίνδυνο θανάτου. Ο πόνος αυτός δεν είναι απλά ένα σύμπτωμα, αλλά ένας παράγοντας που σχετίζεται άμεσα με το προσδόκιμο επιβίωσης.
Σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρεία, ένα καρδιακό επεισόδιο συμβαίνει περίπου κάθε 40 δευτερόλεπτα στις ΗΠΑ, με τη μέση ηλικία των ασθενών να είναι 65,6 έτη για τους άνδρες και 72 για τις γυναίκες.
Ο επίμονος πόνος μετά το έμφραγμα συνήθως οφείλεται σε άλλες υποκείμενες παθήσεις και προκαλεί σημαντική απώλεια λειτουργικότητας, ακόμη και αναπηρία. Όπως επισημαίνει η Linda Vixner, αναπληρώτρια καθηγήτρια ιατρικής επιστήμης στο σουηδικό Πανεπιστήμιο Dalarna, “Η έρευνα δείχνει ότι ο πόνος συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο καρδιαγγειακών παθήσεων και θανάτου”.
Στη μελέτη αναλύθηκαν δεδομένα από περισσότερους από 18.300 ενήλικες που είχαν υποστεί καρδιακή προσβολή μεταξύ 2004 και 2013, με μέση ηλικία τα 62 έτη και ποσοστό γυναικών 24,5%.
Τα ευρήματα ήταν αποκαλυπτικά:
• Σχεδόν το 45% των συμμετεχόντων ανέφεραν μέτριο ή έντονο πόνο ένα χρόνο μετά το έμφραγμα.
• Οι ασθενείς με μέτριο πόνο είχαν 35% αυξημένο κίνδυνο θανάτου από οποιαδήποτε αιτία σε διάστημα 8,5 ετών.
• Όσοι ένιωθαν έντονο πόνο είχαν υπερδιπλάσιο κίνδυνο θανάτου.
• Το 65% όσων παρουσίαζαν πόνο δύο μήνες μετά το επεισόδιο συνέχιζαν να τον έχουν και έναν χρόνο αργότερα, υποδεικνύοντας επίμονο και μακροχρόνιο πρόβλημα.
Η δρ. Vixner επισημαίνει ότι “είναι κρίσιμο ο πόνος να αξιολογείται και να αντιμετωπίζεται ως παράγοντας κινδύνου μελλοντικής θνησιμότητας”. Παράλληλα, ο πόνος περιορίζει την αποκατάσταση και την ενεργό συμμετοχή σε δραστηριότητες προστασίας της καρδιακής υγείας, όπως η άσκηση. Η μειωμένη σωματική δραστηριότητα, με τη σειρά της, αυξάνει τον κίνδυνο για επιπλέον προβλήματα.
Τέλος, η μείωση άλλων παραγόντων κινδύνου, όπως το κάπνισμα, η υψηλή αρτηριακή πίεση και τα αυξημένα επίπεδα χοληστερόλης, αναδεικνύεται ως απαραίτητη για τη βελτίωση της μακροπρόθεσμης επιβίωσης των ασθενών.