Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Υποκύπτει στην Πίεση των ΗΠΑ στον Εμπορικό Πόλεμο

Ο Jacques Delors, ιστορικός πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (1985–1995), είχε τονίσει κάποτε: «Ας είμαστε αρκετά ισχυροί ώστε να επιβάλλουμε σεβασμό και να υπερασπιζόμαστε τις αξίες της ελευθερίας και της αλληλεγγύης».
Η απόσταση ανάμεσα σε αυτήν την αρχή και την πρόσφατη στάση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής είναι εκκωφαντική. Η ΕΕ φαίνεται να έχει απομακρυνθεί από το όραμα μιας αυτοδύναμης γεωπολιτικής οντότητας και έχει μετατραπεί σε παθητικό δέκτη εξωτερικών πιέσεων.
Στις 27 Ιουλίου 2025, η Ursula von der Leyen συναντήθηκε με τον Donald Trump στο Turnberry της Σκωτίας για να ολοκληρώσουν μια εμπορική συμφωνία που υποτίθεται ότι θα απέτρεπε έναν πλήρη εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ. Ωστόσο, η συμφωνία δεν ήταν διπλωματικό επίτευγμα, αλλά πράξη πολιτικής υποταγής.
Η συμφωνία, που υπεγράφη βεβιασμένα υπό την απειλή επιβολής δασμών 30%, επέβαλε δασμούς 15% στα ευρωπαϊκά βιομηχανικά προϊόντα, ενώ συνοδεύτηκε από ασαφείς υποσχέσεις για αυξημένες επενδύσεις στην αμερικανική ενέργεια και τεχνολογία. Δεν επρόκειτο για διαπραγμάτευση μεταξύ ισοτίμων, αλλά για “συμφωνία ανάγκης”, όπου η αδυναμία παρουσιάζεται ως ρεαλισμός και η υποχώρηση βαφτίζεται στρατηγική.
Η σύγκριση με προηγούμενους ηγέτες της Επιτροπής, όπως ο Jacques Delors και ο Romano Prodi, αποκαλύπτει το χάσμα. Αυτοί διέθεταν σαφή στρατηγικό ορίζοντα, ικανότητα σύνθεσης αντικρουόμενων εθνικών συμφερόντων και διαπραγματεύονταν από θέση ισχύος.
Σήμερα, η Επιτροπή φαίνεται εγκλωβισμένη σε βραχυπρόθεσμες τακτικές και επικοινωνιακά «κατορθώματα» που δεν αντέχουν μακροπρόθεσμα.
Η κυβέρνηση Trump είχε επανειλημμένα κατηγορήσει την ΕΕ για διεύρυνση του εμπορικού ελλείμματος των ΗΠΑ, παραβίαση πνευματικής ιδιοκτησίας και χειραγώγηση νομίσματος. Τον Ιούλιο του 2025 απείλησε με δασμούς 30% σε χάλυβα, αυτοκίνητα και φάρμακα, εάν η ΕΕ δεν προχωρούσε σε υποχωρήσεις.
Η Επιτροπή αρχικά καθυστέρησε, μια γνωστή ευρωπαϊκή τακτική, πριν περάσει σε διαπραγματεύσεις. Εσωτερικά, υπήρχε διχασμός: η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία ζητούσαν αντίμετρα, ενώ η Γερμανία και η Ολλανδία προτιμούσαν κατευνασμό για τη διατήρηση των εμπορικών ροών και της συνοχής στο ΝΑΤΟ.
Αυτό το χάσμα αναδεικνύει το διαχρονικό πρόβλημα της ΕΕ: την αδυναμία ενιαίας εξωτερικής πολιτικής όταν συγκρούονται εθνικά και συλλογικά συμφέροντα.
Η τελική συμφωνία παρείχε στις ΗΠΑ δασμούς 15% σε βασικά ευρωπαϊκά εξαγώγιμα προϊόντα όπως αυτοκίνητα, μηχανήματα και φαρμακευτικά προϊόντα, θυσιάζοντας τη μακροπρόθεσμη στρατηγική αυτονομία για μια προσωρινή και εύθραυστη σταθερότητα, που μοιάζει με οικοδόμημα σε άμμο, ευάλωτο σε κάθε γεωπολιτικό κύμα.