Ουκρανία: Η διπλωματία των πυραύλων του Πούτιν και η αβέβαιη ειρήνη του Τραμπ

Το πρόσφατο ρωσικό πλήγμα στο Κίεβο, μόλις 13 ημέρες μετά τη συνάντηση Πούτιν-Τραμπ στην Αλάσκα, αποδεικνύει πως η Μόσχα δεν δίνει προτεραιότητα σε πιθανές διπλωματικές εξελίξεις, εφόσον δεν έχει εξαγγελθεί επίσημα το τέλος του πολέμου.
Οι 18 νεκροί και η ένταση της επίθεσης, με τη χρήση σχεδόν 600 drones και τουλάχιστον 30 πυραύλων, καταδεικνύουν την αμείωτη στρατιωτική δυναμική της Ρωσίας, παρά τα σχεδόν τέσσερα χρόνια σύγκρουσης. Η επίθεση αυτή δεν αποτελεί έκπληξη αλλά επιβεβαίωση της σταθερής στρατηγικής του Κρεμλίνου.
Η διμερής συνάντηση κορυφής στο Άνκορατζ φαίνεται πως είχε κυρίως συμβολικό χαρακτήρα, με κοινές φωτογραφίες και πλάνα που τερμάτισαν την περίοδο απομόνωσης της Ρωσίας, όπως την είχε επιβάλει η κυβέρνηση Μπάιντεν. Ωστόσο, η ρωσική στάση παραμένει αμετάβλητη, καθώς για τον Πούτιν η στρατιωτική επιχείρηση στην Ουκρανία αποτελεί αυτοσκοπό.
Ο στόχος της Μόσχας παραμένει η νίκη τόσο στα πεδία των μαχών όσο και στο διπλωματικό πεδίο, χωρίς να υπάρχει σήμερα δυτικός αναλυτής που να πιστεύει σε λύση της κρίσης χωρίς ουσιαστική πίεση προς το Κρεμλίνο από τον Λευκό Οίκο.
Ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ, παρά τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει, προωθεί μια στρατηγική που βασίζεται στην πλήρη υποστήριξη της Ουκρανίας, απορρίπτοντας ενδεχόμενη παραχώρηση εδαφών. Η ουσία της διαπραγμάτευσης εστιάζει στο εάν και πώς η Ρωσία θα κάνει βήματα πίσω.
Παρά τα όπλα που έχουν παραδοθεί από τις ΗΠΑ στο Κίεβο, η κατάσταση παραμένει κρίσιμη, καθώς η ουκρανική πλευρά βιώνει καθημερινά το βαρύ τίμημα του πολέμου. Η απουσία αποτελεσματικής αποκλιμάκωσης υπογραμμίζει την ανάγκη για νέα προσέγγιση και ρεαλιστική πίεση από τη διεθνή κοινότητα.
Η εμπειρία των τελευταίων επτά μηνών αποδεικνύει πως ο χρόνος που έχει δοθεί στον Πούτιν δεν έχει φέρει θετικά αποτελέσματα, γεγονός που καθιστά αναγκαία μια ριζική αλλαγή πολιτικής από πλευράς ΗΠΑ.
Ο Τραμπ, έχοντας ήδη δείξει αποφασιστικότητα σε διεθνείς επιχειρήσεις, όπως οι επιθέσεις σε στόχους στο Ιράν, καλείται να αναθεωρήσει τη στρατηγική του για την Ουκρανία, υιοθετώντας νέες πρακτικές που ανταποκρίνονται στις σύνθετες απαιτήσεις της γεωπολιτικής αυτής κρίσης.