Σταθερότητα στο ελληνικό χρέος παρά την ευρωπαϊκή αναταραχή

Το ελληνικό δημόσιο χρέος παραμένει σταθερό, παρά τις διεθνείς ανησυχίες που προκαλεί η κρίση χρέους στη Γαλλία. Οι φόβοι για δημοσιονομικό εκτροχιασμό λόγω πολιτικών εξελίξεων και εκλογικών κύκλων δεν επιβεβαιώνονται, καθώς η κατάσταση έχει βελτιωθεί σημαντικά.
Καταρχάς, η δομή του ελληνικού χρέους είναι πλέον εντελώς διαφορετική από τα χρόνια της κρίσης. Το μεγαλύτερο μέρος ελέγχεται από τον επίσημο τομέα, με πολύ χαμηλά επιτόκια και μεγάλη ωρίμανση. Η μέση διάρκεια αποπληρωμής φτάνει τα 19 χρόνια, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι λιγότερο από τη μισή, και σχεδόν το 100% του χρέους έχει σταθερό επιτόκιο. Αυτό εξασφαλίζει ότι ο κρατικός προϋπολογισμός δεν θα υφίσταται άμεσες πιέσεις λόγω διακυμάνσεων στις αγορές.
Επιπλέον, τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας, που ανέρχονται σε περίπου 40 δισεκατομμύρια ευρώ, προσφέρουν σημαντική ασφάλεια. Το «μαξιλάρι» αυτό καλύπτει τις χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας για τρία χρόνια, επιτρέποντας την αποφυγή δυσμενών εκδόσεων ομολόγων και διασφαλίζοντας ανθεκτικότητα σε περιόδους πολιτικής αστάθειας.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα αποτελούν επίσης βασικό παράγοντα σταθερότητας. Από το 2016 και μετά, η Ελλάδα έχει επιτύχει πλεονάσματα άνω του 3% πριν από την πανδημία και αναμένεται να φτάσει το 4,8% το 2024. Αυτή η επίδοση έχει βελτιώσει την αξιοπιστία της χώρας, γεγονός που αναγνωρίζεται από τους οίκους αξιολόγησης, οι οποίοι έχουν αποκαταστήσει την επενδυτική βαθμίδα, υπογραμμίζοντας τη θεσμική θωράκιση και τη μειωμένη πιθανότητα δημοσιονομικών εκτροχιασμών.
Οι παραπάνω παράγοντες μειώνουν σημαντικά τον κίνδυνο που συνεπάγεται ο «πολιτικός κύκλος». Οι επενδυτές γνωρίζουν ότι, ακόμα και αν προκύψουν βραχυπρόθεσμες πολιτικές εντάσεις, η χώρα διαθέτει δομικά χαρακτηριστικά που διασφαλίζουν την ομαλή εξυπηρέτηση του χρέους.
Παράλληλα, η ευρωπαϊκή κρίση μεταφέρεται πλέον στη Γαλλία, όπου οι πολιτικές εξελίξεις και ο κίνδυνος υποβάθμισης του αξιόχρεου από διεθνείς οίκους όπως Fitch, DBRS, Scope Ratings, Moody’s και S&P, έχουν προκαλέσει ανησυχίες στις αγορές. Οι χαμηλές αναπτυξιακές επιδόσεις σε Γερμανία και Γαλλία, σε συνδυασμό με τις γεωπολιτικές αναταράξεις, δημιουργούν ένα ασταθές περιβάλλον για την Ευρωζώνη συνολικά.