Αρχιμανδρίτης Μελχισεδέκ: «Το όνομά μου χρησιμοποιήθηκε χωρίς τη θέλησή μου»

Η υπόθεση της μαφίας στα Χανιά έχει αναδείξει ένα σύνθετο δίκτυο ερωτημάτων που αγγίζουν την τοπική κοινωνία, την πολιτική και την Εκκλησία.
Στη δικογραφία περιλαμβάνονται δύο συνομιλίες, που καταγράφηκαν από τον «κοριό» της ΕΛ.ΑΣ., όπου αναφέρεται το όνομα του Αρχιμανδρίτη Μελχισεδέκ. Εκεί, ο φερόμενος εγκέφαλος της οργάνωσης ζητά ρουσφέτι από τον Πάνο Καμμένο για την εκλογή στον μητροπολιτικό θρόνο Κυδωνίας και Αποκορώνου.
Ο ίδιος ο Αρχιμανδρίτης, μιλώντας στο protothema.gr, ξεκαθαρίζει ότι δεν είχε γνώση ούτε συμμετοχή στα όσα περιγράφονται στα ηχητικά. Όπως αναφέρει, οι συνομιλίες του με τον κατηγορούμενο ξενοδόχο ήταν καθαρά πνευματικές και κοινωνικές, χωρίς αναφορές σε παράνομες δραστηριότητες.
«Ήταν συνομιλίες πνευματικού και κοινωνικού χαρακτήρα, όπως αυτές που έχω με χιλιάδες πιστούς. Δεν υπήρξε ποτέ συζήτηση για παράνομες δραστηριότητες», επισημαίνει.
Για την εμπλοκή του συγκεκριμένου ατόμου σε ποινικά αδικήματα, ο Αρχιμανδρίτης αναφέρει ότι το έμαθε αποκλειστικά από τα δημοσιεύματα και το περιεχόμενο της δικογραφίας. «Μέχρι τότε δεν υπήρχε καμία υποψία από μέρους μου», τονίζει.
Αποκλείει οποιαδήποτε επαφή με άλλα πρόσωπα που εμπλέκονται στην υπόθεση, ενώ για τον ισχυρισμό περί πολιτικής μεσολάβησης στην εκλογή του δηλώνει κατηγορηματικά: «Ουδέποτε ζήτησα ή αποδέχθηκα τέτοια μεσολάβηση. Αν κάποιος επικαλέστηκε κάτι τέτοιο, το έκανε χωρίς τη δική μου γνώση ή έγκριση».
Αναφορικά με τις καταγγελίες περί «διανομής ιερών λειψάνων», ο κ. Μελχισεδέκ διαψεύδει κατηγορηματικά: «Δεν παρέδωσα ποτέ λείψανα Αγίων. Ο σεβασμός μου στα λείψανα είναι απόλυτος και δεν μπορεί να συνδέεται με ανταλλάγματα».
Εκτιμά πως υπήρξε παρερμηνεία ή αλλοίωση των λόγων του ώστε να δημιουργηθεί εικόνα εμπλοκής και θεωρεί πιθανό το όνομά του να χρησιμοποιήθηκε από τρίτους για να δώσουν κύρος στις ενέργειές τους.
«Με θλίβει που το όνομά μου εργαλειοποιήθηκε χωρίς τη θέλησή μου», αναφέρει.
Όταν ρωτήθηκε για τους «σκοτεινούς κύκλους» που αντιμάχονται το Οικουμενικό Πατριαρχείο, απέφυγε να κατονομάσει πρόσωπα, επισημαίνοντας ωστόσο πως διαχρονικά υπάρχουν δυνάμεις που επιδιώκουν να πλήξουν την ενότητα της Εκκλησίας, συχνά μέσω της σπίλωσης κληρικών.
Για τις συνέπειες αυτών των υποθέσεων στην εικόνα της Εκκλησίας, παραδέχεται πως «πληγώνουν και σκανδαλίζουν τον λαό», αλλά καλεί τους πιστούς να μην απομακρύνονται, τονίζοντας ότι «η Εκκλησία θεραπεύει τα τραύματά της με την αλήθεια και τη διαφάνεια».
Τέλος, δηλώνει πως δεν έχει δεχθεί πιέσεις ή απειλές, αλλά αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, «δεν θα υποκύψω ποτέ σε πιέσεις που αντιβαίνουν στην ιερωσύνη και στο εκκλησιαστικό ήθος».
Για τη δημόσια στοχοποίηση που βιώνει, αναφέρει πως είναι «βαρύς σταυρός», τον οποίο σηκώνει με προσευχή και υπομονή, θυμούμενος τα λόγια του Χριστού: «Πάτερ, άφες αυτοίς· ου γαρ οίδασι τι ποιούσι». «Αυτό με κρατά όρθιο μέχρι να αποκατασταθεί η αλήθεια», καταλήγει.