ESA και Αστεροσκοπείο Αθηνών μελετούν τους κινδύνους των μετεωροειδών μέσω σεληνιακών εκλάμψεων
Οι μετεωροειδείς, γνωστοί ως πηγές των πεφταστεριών, αποτελούν συνήθως ασήμαντο κίνδυνο κατά την είσοδό τους στην ατμόσφαιρα της Γης, καθώς καίγονται σχεδόν πλήρως. Ωστόσο, εκτός ατμόσφαιρας, οι υψηλές ταχύτητες πρόσκρουσης τους σε άλλα σώματα μπορούν να προκαλέσουν σοβαρές καταστροφές.
Το ερευνητικό πρόγραμμα NELIOTA (Near-Earth object Lunar Impacts and Optical TrAnsients), που υλοποιείται από το 2015 από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Διαστήματος (ESA) σε συνεργασία με το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών (ΕΑΑ), αποσκοπεί στη μελέτη αυτών των προσκρούσεων για την ενίσχυση της πλανητικής άμυνας.
Η Σελήνη αποτελεί φυσικό εργαστήριο για το πρόγραμμα, δεδομένου ότι η απουσία ατμόσφαιρας επιτρέπει την άμεση πρόσκρουση των μετεωροειδών στην επιφάνειά της. Η ταχύτητα κίνησης αυτών των μικρών αντικειμένων, που κυμαίνεται από 15 έως 60 χλμ/δευτ., διαθέτει κινητική ενέργεια ικανή να διατρήσει μέταλλα, δημιουργώντας κινδύνους για τεχνητούς δορυφόρους και μελλοντικές σεληνιακές εγκαταστάσεις.
Όπως αναφέρει ο Δρ Αλέξιος Λιάκος, επιστημονικά υπεύθυνος του προγράμματος και ερευνητής του ΙΑΑΔΕΤ στο ΕΑΑ, η μελέτη των σεληνιακών εκλάμψεων επιτρέπει την εκτίμηση της μάζας και των διαστάσεων των προσκρούσεων, προσφέροντας κρίσιμες πληροφορίες για την προστασία των διαστημικών υποδομών.
Από την έναρξη του NELIOTA έχουν καταγραφεί 193 επιβεβαιωμένες σεληνιακές εκλάμψεις και 103 υπό διερεύνηση, με τη συντριπτική πλειοψηφία των αντικειμένων να έχει μάζα κάτω των 200 γραμμαρίων και ακτίνα από 1 έως 3 εκατοστά. Η κινητική ενέργεια και οι θερμοκρασίες που αναπτύσσονται κατά τις προσκρούσεις, που υπερβαίνουν τους 3.000-4.000 βαθμούς Κελσίου σε δέκατα δευτερολέπτου, είναι καθοριστικές για την επιλογή κατάλληλων υλικών στις διαστημικές αποστολές.
Η τρίτη φάση του προγράμματος, χρηματοδοτούμενη από το Horizon Europe και διάρκειας τριών ετών, ξεκίνησε το καλοκαίρι. Μέσα σε τέσσερις νύχτες παρατηρήσεων εντοπίστηκαν πέντε πιθανές εκλάμψεις, με μία να επιβεβαιώνεται πλήρως.
Οι παρατηρήσεις πραγματοποιούνται στο Αστεροσκοπείο Κρυονερίου Κορινθίας μέσω ενός τηλεσκοπίου διαμέτρου 1,2 μέτρων, του μεγαλύτερου παγκοσμίως αποκλειστικά αφιερωμένου στη Σελήνη. Χρησιμοποιούνται δύο ψηφιακές κάμερες για καταγραφή εικόνων με ρυθμό 30 καρέ ανά δευτερόλεπτο σε διαφορετικά μήκη κύματος, επιτρέποντας την εκτίμηση της θερμοκρασίας των εκλάμψεων.
Ένα αυτοματοποιημένο λογισμικό αναλύει τα δεδομένα, αναζητώντας πιθανές εκλάμψεις από προσκρούσεις. Το πρόγραμμα προβλέπει τη δημιουργία ανοικτής βάσης δεδομένων σεληνιακών εκλάμψεων, προωθώντας τη συνεργασία με την ευρύτερη επιστημονική κοινότητα.
Παράλληλα, η ESA χρηματοδοτεί τη διαστημική αποστολή LUMIO, που προβλέπει την εκτόξευση ενός CubeSat στα τέλη του 2026 για την παρακολούθηση της αθέατης πλευράς της Σελήνης, με στόχο την καταγραφή εκλάμψεων. Στο πρόγραμμα αυτό συμμετέχουν ως επιστημονικοί σύμβουλοι ο Δρ Αλέξιος Λιάκος και η Διευθύντρια Ερευνών Άλκηστις Μπονάνου του ΙΑΑΔΕΤ/ΕΑΑ.





