Ντάνιελ Ντέι Λιούις: Επιστροφή στη μεγάλη οθόνη με το «Anemone» μετά από οκτώ χρόνια

Κυκλοφόρησε η πρώτη επίσημη εικόνα του Ντάνιελ Ντέι Λιούις από την ταινία «Anemone», η οποία θα κάνει πρεμιέρα στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης. Μετά από οκτώ χρόνια αποχής από τα κινηματογραφικά πλατό, ο βραβευμένος με τρία Όσκαρ ηθοποιός επιστρέφει στη μεγάλη οθόνη με το νέο αυτό πρότζεκτ, το οποίο σκηνοθετεί ο γιος του, Ρόναν Ντέι Λιούις.
Το «Anemone» αποτελεί το μεγάλου μήκους σκηνοθετικό ντεμπούτο του Ρόναν, ενώ το σενάριο υπογράφουν από κοινού πατέρας και γιος. Η επίσημη περιγραφή της ταινίας αναφέρει πως πρόκειται για «ένα οικογενειακό δράμα που εξερευνά ζωές καταστραμμένες από φαινομενικά ασυμβίβαστες κληρονομιές πολιτικής και προσωπικής βίας».
Η πλοκή τοποθετείται στη βόρεια Αγγλία και εστιάζει σε έναν μεσήλικα χαρακτήρα, τον οποίο υποδύεται ο Σον Μπιν. Αυτός εγκαταλείπει το προάστιο σπίτι του και ξεκινά ένα ταξίδι στα δάση όπου συναντά ξανά τον αποξενωμένο ερημίτη αδελφό του, που ερμηνεύει ο Ντάνιελ Ντέι Λιούις. Οι δύο αδελφοί, δεμένοι από ένα περίπλοκο και μυστηριώδες παρελθόν, μοιράζονται μια τεταμένη αλλά και τρυφερή σχέση, επηρεασμένη από τραγικά γεγονότα δεκαετίες πριν.
Η ταινία σηματοδοτεί την πρώτη κινηματογραφική εμφάνιση του Ντέι Λιούις μετά το «Phantom Thread» του 2017. Πριν από την κυκλοφορία εκείνης της ταινίας, ο ηθοποιός είχε ανακοινώσει επίσημα την αποχώρησή του από την υποκριτική, δηλώνοντας: «Ο Ντάνιελ Ντέι-Λιούις δεν θα εργαστεί ξανά ως ηθοποιός. Είναι βαθιά ευγνώμων σε όλους τους συνεργάτες και το κοινό του όλα αυτά τα χρόνια. Πρόκειται για μια προσωπική απόφαση και ούτε ο ίδιος ούτε οι εκπρόσωποί του θα κάνουν περαιτέρω σχόλια για το θέμα».
Σε συνέντευξή του στο W Magazine, είχε εξηγήσει περαιτέρω τις σκέψεις του: «Ήξερα ότι ήταν ασυνήθιστο να βγάλω μια ανακοίνωση. Αλλά ήθελα να τραβήξω μια γραμμή. Δεν ήθελα να παρασυρθώ σε άλλο πρότζεκτ. Σε όλη μου τη ζωή μιλούσα για το ότι πρέπει να σταματήσω την υποκριτική, και δεν ξέρω γιατί αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά, αλλά η παρόρμηση να σταματήσω ρίζωσε μέσα μου και έγινε εμμονή. Ήταν κάτι που έπρεπε να κάνω. Διστάζω να χρησιμοποιήσω την υπερβολικά χρησιμοποιημένη λέξη “καλλιτέχνης”, αλλά υπήρχε κάτι από την ευθύνη του καλλιτέχνη που με βάραινε. Έχω ανάγκη να πιστεύω στην αξία αυτού που κάνω. Η δουλειά μπορεί να φαίνεται ζωτική. Ακαταμάχητη, ακόμη. Και αν το κοινό την πιστέψει, αυτό θα έπρεπε να μου αρκεί. Αλλά, τελευταία, δεν μου αρκεί».