Φλωρίδης: Η Κωνσταντοπούλου εμποδίζει την έναρξη της δίκης για τα Τέμπη με συνωμοσιολογικά στοιχεία
Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Γιώργος Φλωρίδης, άσκησε κριτική στη Ζωή Κωνσταντοπούλου σχετικά με τη διαχείριση της υπόθεσης για το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη. Σε δηλώσεις του στον ΣΚΑΪ, τόνισε ότι η πρόεδρος της Πλεύσης Ελευθερίας και δικηγόρος των συγγενών των θυμάτων δεν επιθυμεί την έναρξη της δίκης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο βασικός λόγος που θέλει να παραμείνει ανοιχτή η ανάκριση είναι η δυνατότητα διατήρησης της μυστικότητας, η οποία επιτρέπει τη διοχέτευση στοιχείων που δημιουργούν στρεβλώσεις και συνωμοσιολογία. Ο κ. Φλωρίδης ανέφερε χαρακτηριστικά ότι “η μυστικότητα επιτρέπει να δημιουργούνται συνωμοσίες όπως το παράνομο φορτίο που το πήρε μια εταιρεία φάντασμα από τον Προμαχώνα, ανέβηκε λαθραία στην αμαξοστοιχία, αυτό εξερράγη και προκάλεσε την πυρόσφαιρα που αφαίρεσε ζωές που δεν θα χάνονταν από τη σύγκρουση”.
Επιπλέον, επισήμανε ότι υπήρξαν ψευδείς πληροφορίες για εξαφάνιση τριών βαγονιών και την απώλεια 53 επιβατών, ενώ με βάση αυτή τη συνωμοσιολογία η κυβέρνηση κατηγορήθηκε για συγκάλυψη. Ο ίδιος χαρακτήρισε αυτές τις κατηγορίες ως “ένα μεγάλο ψέμα” και υπογράμμισε πως λίγοι παλεύουν να αποκαλύψουν την αλήθεια μέσω δημοσιεύσεων σε εφημερίδες και ιστοσελίδες.
Ο υπουργός αναφέρθηκε επίσης σε πρόσφατο γεγονός όπου, όπως είπε, “έκλεισε μια – τεράστια και υποδειγματική – ανάρτηση και έγινε μια απόπειρα εκμετάλλευσης ενός δυστυχή ανθρώπου πρωτίστως από την κυρία Κωνσταντοπούλου”. Σημείωσε πως το σημείο εκβιασμού της δικαιοσύνης ήταν η απαίτηση για εκταφή και βιοχημικές εξετάσεις στο πλαίσιο της ανάκρισης που είχε ήδη κλείσει, κάτι που, αν γινόταν, θα απέτρεπε τη διεξαγωγή της δίκης και θα οδηγούσε σε κοινωνική αναταραχή.
Τέλος, ο κ. Φλωρίδης υπενθύμισε ότι κάθε φορά που ο ανακριτής προσεγγίζει το κλείσιμο της ανάκρισης, οι δικηγόροι προβαίνουν σε ενέργειες όπως αιτήσεις εξαίρεσης και μηνύσεις, με σκοπό να καθυστερήσουν την εξέλιξη της διαδικασίας. Ειδικά ανέφερε ότι κατατέθηκε μήνυση στον ανακριτή επειδή δεν συμπεριέλαβε 650.000 στοιχεία, τα οποία όμως είχαν ήδη παραληφθεί από άλλους.





